διαβροχή

διαβροχή
Φαινόμενο που εμφανίζεται κατά την επαφή ενός υγρού με ένα στερεό ή άλλο υγρό σώμα. Στη δ. οφείλεται, για παράδειγμα, η δημιουργία μηνίσκου στην επιφάνεια υγρού μέσα σε τριχοειδή σωλήνα, το σχήμα που αποκτά μια σταγόνα πάνω στην επιφάνεια ενός στερεού σώματος και το σχήμα μιας φυσαλίδας πάνω στην επιφάνεια ενός στερεού σώματος που είναι βυθισμένο μέσα σε ένα υγρό. Η δ. οφείλεται στην αλληλεπίδραση των μορίων στη ζώνη επαφής των τριών φάσεων (αν θεωρήσουμε σταγόνες υγρού πάνω σε μεταλλική επιφάνεια, τότε υπάρχει μια διαχωριστική επιφάνεια μεταξύ υγρού-στερεού και αέρα), αλλά μπορεί να οφείλεται και στον σχηματισμό χημικής ένωσης (όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, κατά την επαφή λιωμένου μετάλλου με στερεό) καθώς και στις διαδικασίες στο επιφανειακό στρώμα του σώματος που διαβρέχεται. Μέτρο της δ. είναι η λεγόμενη γωνία συνεπαφής φ ανάμεσα στη διαβρεχόμενη επιφάνεια και στο επίπεδο που εφάπτεται στην επιφάνεια του υγρού στο όριο με το στερεό σώμα. Για τη γωνία αυτή ισχύει η σχέση: cοsφ = , όπου στ η επιφανειακή τάση του στερεού σώματος, στυ η τάση ανάμεσα στις φάσεις στο όριο στερεό-υγρό και συ η επιφανειακή τάση του υγρού. Η γωνία συνεπαφής εξαρτάται από τη σχέση των δυνάμεων συνάφειας ανάμεσα στα μόρια ή άτομα του διαβρεχόμενου σώματος και στα μόρια του υγρού (συνοχή). Ανάλογα με την τιμή της κρίνεται η υδροφιλία ή υδροφοβία μιας επιφάνειας ως προς διάφορα υγρά. Για παράδειγμα αν 0<φ<90° τότε στην επιφάνεια του λυοφίλου σώματος συντελείται μερική δ. ή πλήρης δ. αν φ → 0, ενώ αν φ > 90° δεν παρατηρείται δ. στην επιφάνεια του λυοφόβου σώματος. Η δ. παίζει σπουδαίο ρόλο στη φύση και στην τεχνολογία και παρατηρείται, για παράδειγμα, στη βαφή και πλύση υφασμάτων, στην επικάλυψη επιφανειών με λαδομπογιές, στη συγκόλληση με κόλλα ή λιωμένο μέταλλο, στην επεξεργασία των φωτογραφικών υλικών, στη μετακίνηση των υπογείων υδάτων, στην υγρασία του εδάφους κ.α. Αποτελεσματικοί ρυθμιστές της δ. είναι επιφανειακά ενεργές ουσίες που μπορούν να βελτιώσουν ή να επιδεινώσουν τη δ.
* * *
η (AM διαβροχή)
διάβρεξη, μούσκεμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διαβροχή — maceration fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβροχαῖς — διαβροχή maceration fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβροχῆς — διαβροχή maceration fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβροχήν — διαβροχή maceration fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροχή — Η συνηθέστερη από τις ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις (β., χιόνι, χαλάζι κλπ.)· αποτελείται από υδροσταγόνες που πέφτουν στο έδαφος από τα νέφη, τα οποία προέρχονται από τη συμπύκνωση των ατμοσφαιρικών υδρατμών. Διακρίνεται από την ομίχλη από τη… …   Dictionary of Greek

  • διάβρεξη — η η διαβροχή …   Dictionary of Greek

  • μούσκεμα — το [μουσκεύω] 1. το να μουσκεύει κάποιος κάτι, βρέξιμο, διαπότιση, διαβροχή 2. φρ. α) «είμαι μούσκεμα» ή «γίνομαι μούσκεμα» βρέχομαι πάρα πολύ, μουσκεύομαι β) «τά κάνω μούσκεμα» αποτυγχάνω, τά θαλασσώνω …   Dictionary of Greek

  • νοτισμός — ο (ΑΜ νοτισμός) [νοτίζω] νότισμα, ύγρανση μσν. αρχ. εμπότιση αντικειμένων σε νερό ή σε άλλο υγρό, διαβροχή …   Dictionary of Greek

  • ξέπλυμα — το [ξεπλύνω] 1. διαβροχή με νερό για καθαρισμό από σαπούνι, ξέβγαλμα 2. πλύσιμο με νερό, χωρίς σαπούνι 3. άγευστο, ανούσιο φαγητό, νερόπλυμα 4. το νερό που μένει μετά το ξέβγαλμα, απόπλυμα 5. μτφ. για πρόσ. άτομο χωρίς ζωηρότητα, ιδίως στην… …   Dictionary of Greek

  • σιάλωση — η, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σιαλώνω, η επάλειψη με σάλιο, σάλιωμα 2. φυσιολ. η έκκριση σάλιου και η διαβροχή με αυτό τών τροφών κατά τη μάσηση, η οποία αποτελεί και την πρώτη φάση τής πέψης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιαλώνω. Η λ., στον λόγιο τ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”